- μωρ(ο)-
- (ΑΜ μωρ[ο]-)α' συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, -ά, -όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β' συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων συνθέτων αναπτύχθηκε και ένα σύστημα υποκοριστικών συνθέτων τής προφορικής δημώδους γλώσσας με α' συνθετικό το μωρ(ο)- (πρβλ. μικρ[ο]-, λογ[ο]-, χαμ[ο]-), που ανάγεται στο ουδ. μωρό(ν) «νήπιο, βρέφος» (για την εξέλιξη τής σημ. «ανόητος» τού μωρός στη σημ. «βρέφος, νήπιο» τού ουδ. μωρό[ν] βλ. λ. μωρός). Η εξέλιξη τής σημ. τού μωρό(ν) «νήπιο, βρέφος» στη σημ. «μικρός» και η περαιτέρω χρησιμοποίησή του ως υποκοριστικού μορφήματος (πρβλ. μωροβραδύγλωσσος, μωροσπανός, μωροφοβούμαι) υπήρξε ομαλή, καθώς η σημ. «βρέφος» προϋποθέτει τη σημ. «μικρός».ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μωρολόγος, μωρόσοφοςαρχ.μωροβλάστης, μωρόβουλος, μωρόθεος, μωροκακοήθης, μωρόκακος, μωροκλέφτης, μωρονοώ, μωροποιός, μωροπόνηρος, μωροφανής, μωροφιλόσοφος, μωρόφρωνμσν.μωρελεήμων, μωροαπρομήθευτος, μωροαχαμνός, μωροαψύς, μωροβραδύγλωσσος, μωρογεμάτος, μωροθαύμαστος, μωροκόπελο, μωρόλαλος, μωρολόγι, μωρολωλός, μωρονήπιος, μωροπλούσιος, μωροπτωχός, μωροσπανός, μωροσωζάτος, μωρόυπνον, μωροφοβούμαι, μωροψάλτηςνεοελλ.μωροπίστευτος, μωρόπιστος, μωροφιλόδοξος].
Dictionary of Greek. 2013.